τρόμος

τρόμος
Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που εκδηλώνεται και κατά την ανάπαυση και σε αυτόν που εκδηλώνεται κατά τις κινήσεις. Οι τ. μπορούν να διακριθούν σε διάφορους τύπους. Οι φυσιολογικοί παρουσιάζονται σε παροξυσμούς και οφείλονται στο ψύχος ή σε ειδικές συγκινησιακές καταστάσεις (θυμός κ.ά.). Οι κληρονομικοί ή ιδιοπαθείς τ. εμφανίζονται σε άτομα ορισμένων οικογενειών, ιδίως άνδρες μεταξύ των 40 και 50 ετών, καθώς και σε άτομα με αρτηριακή υπέρταση. Ο γεροντικός τ. συναντάται σε άτομα προχωρημένης ηλικίας. Τ. προκαλούν και οργανικά νοσήματα του νευρικού συστήματος, όπως ο τ. της νόσου του Πάρκινσον. Τ. προκαλούν και ενδοκρινικά νοσήματα (επιληψία κ.ά.).
* * *
ο, ΝΜΑ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τρέμω, γρήγορη και μικρής διάρκειας παλμική κίνηση ενός σώματος οφειλόμενη σε φυσικά αίτια, όπως είναι λ.χ. το ψύχος, ή σε έντονα συναισθήματα, όπως είναι ο θυμός, αλλ. τρεμούλα, τρεμούλιασμα
2. (ειδικά) τρομώδης κίνηση που οφείλεται στο αίσθημα φόβου
3. (κατ' επέκτ.) μεγάλος και αιφνίδιος φόβος, τρομάρα
νεοελλ.
1. ιατρ. διαδοχικές, μικρές, σχετικά ρυθμικές ακούσιες κινήσεις ενός τμήματος ή ολόκληρου τού σώματος εκτελούμενες γύρω από μια μέση θέση, οι οποίες είναι επακόλουθο τής ταυτόχρονης δραστηριότητας κινητικών μονάδων που είναι φυσιολογικά ασύγχρονες κατά την πραγματοποίηση τών εκούσιων κινήσεων
2. μτφ. πρόσωπο ή πράγμα που εμπνέει φόβο, το φόβητρο
3. φρ. α) «τρόμος ηρεμίας»
ιατρ. τρόμος που εμφανίζεται όταν οι μύες βρίσκονται σε χαλάρωση, όπως στη νόσο τού Πάρκινσον, και τού οποίου ο ρυθμός είναι βραδύς και κανονικός
β) «στατικός τρόμος»
ιατρ. τρόμος που εμφανίζεται κατά τη διατήρηση μιας στάσης, είναι συχνότατα ιδιοπαθής και πολλές φορές οικογενής και ο ρυθμός του ταχύς και εμφανίζεται σε ενήλικα άτομα, όπως είναι ο γεροντικός τρόμος, ή συνδυάζεται με θεραπεία με ορισμένα φάρμακα ή συνοδεύει και ορισμένες νευρολογικές παθήσεις
γ) «τρόμος ενεργείας»
ιατρ. τρόμος που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια εκούσιων κινήσεων και είναι χαρακτηριστικός τών συνδρόμων τα οποία σχετίζονται με την παρεγκεφαλίδα
δ) «φόβος και τρόμος»
i) μεγάλος φόβος
ii) (για πρόσ., ζώο ή πράγμ.) μεγάλο φόβητρο*
αρχ.
1. ακούσια κίνηση τών μυών ή τού σώματος που οφείλεται σε ρίγος («τρόμος καὶ ῥίγος», Πλατ.)
2. δόνηση τού εδάφους, σεισμός
3. στον πληθ.
οἱ τρόμοι
ανατριχίλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τρομ- τής ρίζας τού ρ. τρέμω (βλ. λ. τρέμω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρόμος — trembling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμος — ο 1. ρίγος, τρεμούλιασμα, τούρτουρο: Τρόμος των χεριών. 2. υπερβολικός ή ξαφνικός φόβος, τρομάρα: Μ έπιασε τρόμος στο αεροπλάνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρομός — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… …   Dictionary of Greek

  • τρομόν — τρομός trembling masc acc sg τρομός trembling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμω — τρόμος trembling masc nom/voc/acc dual τρόμος trembling masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμοι — τρόμος trembling masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμοις — τρόμος trembling masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμοισι — τρόμος trembling masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμον — τρόμος trembling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόμου — τρόμος trembling masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”